- πρόπολις
- πρόπολιςbee-gluefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προπόλει — πρόπολις bee glue fem nom/voc/acc dual (attic epic) προπόλεϊ , πρόπολις bee glue fem dat sg (epic) πρόπολις bee glue fem dat sg (attic ionic) προπολέω speak like a prophetess pres imperat act 2nd sg (attic epic) προπολέω speak like a prophetess… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόλεις — πρόπολις bee glue fem nom/voc pl (attic epic) πρόπολις bee glue fem nom/acc pl (attic) προπολέω speak like a prophetess imperf ind act 2nd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπολίων — πρόπολις bee glue fem gen pl (epic doric ionic aeolic) προπόλιος grey haired before his time masc/fem/neut gen pl προπολέω speak like a prophetess pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόλεος — πρόπολις bee glue fem gen sg (attic epic) προπόλεος lying before a city masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπόλιος — πρόπολις bee glue fem gen sg (epic doric ionic aeolic) προπόλιος grey haired before his time masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόπολιν — πρόπολις bee glue fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Прополис — (греч. πρόπολις); пчелиный клей, уза тёмное смолистое вещество, вырабатываемое пчёлами для замазывания щелей и изоляции от посторонних предметов в улье. Прополис это клейкие вещества, которые пчёлы собирают с весенних почек деревьев… … Википедия
прополис — пр ополис и проп олис A сущ см. Приложение II (смолистое ароматное вещество, вырабатываемое пчелами, применяется в медицине) Сведения о происхождении слова: Слово происходит от греческого πρόπολις, и в одном из вариантов нормы сохраняется… … Словарь ударений русского языка
προπόλεος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται πριν από μια πόλη 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προπόλεα τα προάστια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόπολις + κατάλ. εος (πρβλ. πορφύρ εος)] … Dictionary of Greek
πρόπολη — η / πρόπολις, όλεως, ΝΑ [πόλις] βιολ. ρητινώδης ή κομμιώδης ουσία την οποία χρησιμοποιούν οι μέλισσες για να φράξουν τις σχισμές στα κελλιά τής κηρήθρας, να στερεώνουν τις ακτίνες και να επικαλύπτουν τα τοιχώματα. αρχ. το προάστιο … Dictionary of Greek